αγραμματίκευτος

αγραμματίκευτος
ἀγραμματίκευτος, -ον (Μ) [γραμματικεύομαι]
αυτός που είναι άπειρος τής γραμματικής, που έχει άγνοια τής γραμματικής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”